Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ζωοδότιον — ζωοδότιον, τὸ (Α) [ζωοδότης] το φυτό μελίλωτον* … Dictionary of Greek
ζωοδότιον — neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)